- καλλυντικός
- -ή, -ό1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ομορφαίνει, να εξωραΐζει το πρόσωπο ή το σώμα2. το ουδ. ως ουσ. το καλλυντικόείδος σκευάσματος που χρησιμοποιείται για τη διατήρηση τής ομορφιάς τού προσώπου ή τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλυντής. Η λ. μαρτυρείται από το 1865 στον Στέφανο Α. Κουμανούδη].
Dictionary of Greek. 2013.